Monday 16 February 2015

«Κόκκινα» δάνεια και Δεινοτράπεζες

 Άρθρο στην Καθημερινή της Κυριακής σχετικά με τα κόκκινα δάνεια

Facebook: Ανδρεας Κουτρας
Twitter: @andreaskoutras


Υπάρχουν δύο βασικές προϋποθέσεις ή, όπως θα λέγαμε μαθηματικά, αναγκαίες και ικανές συνθήκες για να βγει η ελληνική οικονομία από την κρίση. Η πρώτη είναι η πολιτική σταθερότητα και η δεύτερη ένα υγιές τραπεζικό σύστημα.
Για το πρώτο ψηφίσαμε πριν από μερικές ημέρες, αλλά όλοι μας γνωρίζουμε πως έχουμε ακόμα πολύ χρόνο να διανύσουμε μέχρι την πολιτική ενηλικίωση των κομμάτων. Ομως το δεύτερο, ένας υγιής τραπεζικός τομέας, είναι μέσα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων μας. Οι πρόσφατες συζητήσεις για τα κόκκινα δάνεια κατέδειξαν, για άλλη μια φορά, την προχειρότητα με την οποία προσεγγίζεται το σημαντικότερο οικονομικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας.

Οσοι αναρωτιούνται γιατί οι τράπεζες δεν δανείζουν, παρά την όψιμη επάρκεια σε κεφάλαια, δεν έχουν παρά να κοιτάξουν το ποσό των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) στα χαρτοφυλάκιά τους και τον ρυθμό αύξησής τους. Οι 4 τράπεζες που σχηματίστηκαν, ύστερα από αλλεπάλληλες συγχωνεύσεις, έχουν συσσωρεύσει περίπου 100 δισ. δανείων που δεν εξυπηρετούνται ή έχουν αναδιαρθρωθεί με αμφίβολα κριτήρια. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 40% του συνόλου των δανείων της χώρας και σε αρκετά εκατομμύρια δανειοληπτών. Όταν μία τράπεζα έχει 40% των δανείων της «κόκκινα», τότε εξ ορισμού δεν είναι καλή τράπεζα αλλά δεινοτράπεζα (ας μου επιτραπεί η γλωσσοπλαστία). Είναι παράλογο να πιστεύει κάποιος πως η ελληνική οικονομία, έχοντας και τις 4 συστημικές τράπεζες σε δεινή θέση, μπορεί να πάρει εμπρός.


  Ένας πρόχειρος υπολογισμός είναι αποκαλυπτικός. Η διεθνής πρακτική αποδέχεται ότι το μέσο ποσοστό ανάκτησης ενός ΜΕΔ υπό κανονικές οικονομικές συνθήκες είναι της τάξεως του 40% (στα καταναλωτικά ακόμα χαμηλότερο) της ονομαστικής αξίας του δανείου. Αυτό αμέσως μας δίνει μια εικόνα για το συνολικό ύψος ζημιών που ενδέχεται να υποστούν οι τράπεζες. Είναι 60 δισ. (60% των 100 δισ.). Αθροίζοντας τις προβλέψεις και τα κεφάλαια του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, φτάνουμε στα 60-65 δισ. Με άλλα λόγια, στην καλύτερη των περιπτώσεων οι τράπεζες θα χρειαστούν τουλάχιστον ακόμα 20 δισ. κεφάλαια σε βάθος χρόνου, για να «καθαρίσουν» τα χαρτοφυλάκιά τους.
Αλλά και αν ακόμα βρούνε τα κεφάλαια, που είναι δύσκολο αλλά όχι αδύνατο, δεν έχουν την πολυτέλεια του χρόνου. Η ελληνική οικονομία δεν έχει τον χρόνο, τα 5-10 χρόνια, να περιμένει πότε θα καθαρίσουν οι τράπεζες τα ΜΕΔ, για να αρχίσουν ξανά να ασχολούνται με τις κανονικές τραπεζικές εργασίες. Δηλαδή να δανειοδοτούν αντί να κυνηγούν. Ο τρόπος, λοιπόν, με τον οποίο θα γίνει η εκκαθάριση των ΜΕΔ θα καθορίσει την πορεία της οικονομίας τις επόμενες δεκαετίες.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη αναδιανομή ιδιωτικού χρέους, ίση με 60% του ελληνικού ΑΕΠ. Αυτά τα νούμερα είναι εξωπραγματικά και θα πρέπει οι λύσεις που θα δοθούν να είναι συνολικές και δίκαιες. Δυστυχώς, παρά την τραπεζική ένωση και τον μηχανισμό που έχει στηθεί, δεν υπάρχει ευρωπαϊκός μηχανισμός διαχείρισης δανείων. Είναι κάτι το οποίο πρέπει να γίνει, αλλά μέχρι τότε πρέπει να αναζητηθούν άλλες λύσεις.
Αρχικά εξετάστηκε η λύση να πουληθούν τα ΜΕΔ σε τρίτους. Αυτή η λύση σωστά απορρίφθηκε για δύο λόγους. Πρώτον, οι τιμές που προτάθηκαν ήταν εξευτελιστικές και δεύτερον και σημαντικότερο είναι η επίδραση που θα είχε στο υπόλοιπο χαρτοφυλάκιο της τράπεζας μια ραγδαία πτώση των τιμών λόγω της γρήγορης πώλησης ή εκκαθάρισης από τους ιδιώτες αυτών των δανείων. Τα διάφορα επενδυτικά κεφάλαια του εξωτερικού, που έρχονται με φαεινές ιδέες και λογισμικά για να διαχειριστούν μέρος τους, δεν έχουν συνειδητοποιήσει πως τα μοντέλα τους δεν ισχύουν όταν τα ΜΕΔ ξεπερνούν τα 10%-15%.
Είχε εξεταστεί η λύση της δημιουργίας «κακής» τράπεζας. Η λύση αυτή απορρίφθηκε, γιατί φοβήθηκαν πως κάτι τέτοιο θα χρειαζόταν πολλά χρήματα (άνω των 50 δισ.), πως θα μεγάλωνε ο ηθικός κίνδυνος και, ίσως το σημαντικότερο, πως θα το διαχειρίζονταν πολιτικοί για πελατειακούς σκοπούς. Όπως ίσως να γίνει με την παρούσα πρόταση της κυβέρνησης.
Τι θα μπορούσε να γίνει και τι μπορεί ακόμα να γίνει για να δοθεί οριστική λύση στο πρόβλημα και για να μπουν οι τράπεζες ξανά δυναμικά στην οικονομία; Ο,τι στην Ισπανία με τον οργανισμό Sareb. Αξίζει να πάρουμε παράδειγμα. Τα βήματα έχουν ως εξής:
1. Δημιουργείται ένας οργανισμός με σύμπραξη ιδιωτών και Δημοσίου. Οι ιδιώτες έχουν το 55% και το κράτος 45%. Ο λόγος είναι για να μην προσμετρηθεί το χρέος αυτού του οργανισμού στο κράτος.
2. Με 5 δισ. συνολικά κεφάλαια, παίρνει από το κράτος (ή ΤΧΣ) ή και από ευρωπαϊκό οργανισμό (ESM) εγγυήσεις ύψους 50-60 δισ.
3. Με αυτές τις εγγυήσεις αγοράζει όλα τα ΜΕΔ και βάσει του καταστατικού του έχει 15-20 χρόνια για να τα δουλέψει-αναδιαρθρώσει.
4. Στο τέλος των 20 ετών θα γίνει ο απολογισμός και θα δούμε αν ο οργανισμός αυτός έβγαλε χρήματα ή θα καταπέσει μέρος των εγγυήσεων.
Τα πλεονεκτήματα αυτού του σχήματος είναι πολλά. Δίνεται χρόνος για να αναδιαρθρωθούν τα δάνεια. Δεν καταστρέφεται η αγορά. Οι τράπεζες καθαρίζουν από τα ΜΕΔ. Το καταστατικό του οργανισμού αλλά και η σύσταση του δεν επιτρέπουν πολιτικές ή άλλες παρεμβάσεις για μικροπολιτικούς λόγους. Υπάρχει συντονισμός στην εκκαθάριση των δανείων που τώρα βρίσκονται σε διαφορετικές τράπεζες. Τα θεσμοθετημένα κοινωνικά κριτήρια, όπως μοναδική πρώτη κατοικία, εφαρμόζονται χωρίς παρεμβάσεις.
Ένα υγιές τραπεζικό σύστημα μακριά από κομματικές παρεμβάσεις είναι η μόνη εγγύηση για ανάπτυξη.